- μανδαρίνος
- Με τον όρο μ. (από την πορτογαλική λέξη mandarin, παραλλαγή της σανσκριτικής μαντρίν = σύμβουλος) ονομάζονταν από τους Ευρωπαίους οι ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί λειτουργοί της αυτοκρατορικής Κίνας. Στην κινεζική γλώσσα ονομάζονταν κου-ουέν. Οι μ. φορούσαν κεντητό χιτώνα, ζώνη και στη κορυφή του καπέλου τους έφεραν ένα στρογγυλό κόσμημα από πολύτιμο λίθο ή μέταλλο, διαφορετικού χρώματος για καθεμιά από τις εννέα βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης. Διορίζονταν ύστερα από τις λεγόμενες αυτοκρατορικές εξετάσεις, οι οποίες εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά επί δυναστείας των Χαν (202 π.X.-210 μ.X.), υπό την επίδραση του κομφουκιανισμού, αναδιοργανώθηκαν από τη δυναστεία Σουνγκ (960-1127) με την αναβάθμιση της εξεταστέας ύλης σε κλασικά κομφουκιανά κείμενα (ενώ έως τότε οι εξετάσεις γίνονταν σε απλά διοικητικά ζητήματα), καταργήθηκαν από τη μογγολική δυναστεία Γιουάν (1279-1368) και επανήλθαν επί δυναστείας των Μινγκ (1368-1644). Η αυστηρότητα των εξετάσεων έγινε παροιμιώδης, δημιουργώντας τη μορφή του διά βίου υποψηφίου, ο οποίος αφιέρωνε τη ζωή του στην επιτυχία, ακόμη και με τον εθελούσιο ευνουχισμό τους, για να μην περισπώνται από τον σκοπό τους, καθώς η καριέρα στη δημόσια διοίκηση εξασφάλιζε κύρος και οικονομική εξασφάλιση.
Στους μ. απαγορευόταν να υπηρετούν στο ίδιο μέρος περισσότερο από τρία χρόνια. Μαζί με την τάξη των λογίων, με τους οποίους σχετίζονταν στενά, αποτελούσαν την άρχουσα τάξη της Κίνας, με τεράστια επιρροή στις κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις. Οι μ. μιλούσαν μια ιδιαίτερη διάλεκτο, βασισμένη στη διάλεκτο του Πεκίνου, η οποία αποτελεί τη σημερινή επίσημη κινεζική γλώσσα.
Στη σύγχρονη ορολογία, η λέξη μ. χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κάθε γραφειοκράτη, προσκολλημένου στους τύπους και στο προσωπικό σύμφέρον.
* * *και μανταρίνος, ο1. ανώτερος κρατικός λειτουργός στην παλαιά Κίνα2. μτφ. άτομο που έχει προσκολληθεί σχολαστικά στην παράδοση και βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, συντηρητικός, οπισθοδρομικός3. μτφ. χαρακτηρισμός για επιστήμονα, λογοτέχνη και γενικά πνευματικό άτομο το οποίο φυλάγει για τον εαυτό του την αποκλειστικότητα τού κύρους και τής αυθεντίας αλλά και περιφρονεί τους νέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mandarin < λόγ. ινδ. mantrin «σύμβουλος, υπουργός», που χρησιμοποίησαν αναφερόμενοι στους Κινέζους οι Πορτογάλοι τών Ινδιών. Η λ. στον πληθ. Μανδαρίνοι (και με υπεραστική προφορά τού -d- ως -δ-) μαρτυρείται από το 1859 στον Σπ. Ζαμπέλιο].
Dictionary of Greek. 2013.